- ἰξευτήριος
- ἰξ-ευτήριος, α, ον,II ἰξευτήριον, τό,= aucupium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιξευτήριος — ἰξευτήριος, ία, ον (Α) [ιξευτήρ] 1. ο ιξευτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον το κυνήγι … Dictionary of Greek
ἰξευτηρίας — ἰξευτηρίᾱς , ἰξευτήριος like birdlime fem acc pl ἰξευτηρίᾱς , ἰξευτήριος like birdlime fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)